- λινοκαλαμίς
- λῐνο-κᾰλᾰμίς, ίδος, ἡ,A = λίνον (i. e. λινόσπερμον), Ps.-Dsc. 2.103.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λινοκαλαμίς — λινοκαλαμίς, ίδος, ἡ (Α) το φυτό λίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + καλαμίς (< κάλαμος)] … Dictionary of Greek